π. Βαρνάβα Γιάγκου
Στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσµα (Ἰωάν. ε΄ 1-15) µνηµονεύεται ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ. Ὁ Κύριός μας θεραπεύει τή χρόνια σωµατική ἀσθένεια ἑνός ὑπομονετικοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι συνηθισµένη ἡ ἀντίληψη πώς ὁ Θεός ὑπάρχει γιά νά κάνει θαύµατα, γιά νά ἀνατρέπει τά ἀρνητικά πού ἔχουµε στή ζωή μας ἤ γιά νά ὁδηγεῖ τή ζωή μας ὅπως ἐµεῖς θέλουµε. Τότε ὅµως ἀναδύεται ἕνα ἐρώτηµα: θέτουμε σέ προτεραιότητα τή δική μας ζωή ἤ τόν Θεό; Συνήθως θεωροῦµε, κι αὐτό εἶναι μιά λαθεµένη στάση μέσα στήν Ἐκκλησία, πώς ὑπάρχουµε, κινούµεθα καί ζοῦµε γιά νά ἐξυπηρετεῖ ὁ Θεός τίς ἀνάγκες μας. Ἀκόµη καί ἡ µετοχή μας στά μυστήρια κι ἰδιαίτερα σ’ αὐτό τῆς ἐξοµολογήσεως σέ αὐτό τό πλαίσιο κινεῖται. Αὐτό προκύπτει ὄχι τόσο γιατί ἔχουµε κέντρο τῆς ζωῆς μας τό Θεό, ὅσο γιατί πιστεύουµε ὅτι ὁ Θεός θά ἐξυπηρετήσει καλύτερα τά συµφέροντά μας. Ἄρα ὡς κέντρο τίθεται ἡ ζωή μας καί ὄχι ὁ Θεός. Ἀκόµη καί ἡ ἄσκησή μας καί ὁ ἀγώνας πού κάνουµε, δέν γίνεται γιατί προσδοκοῦµε μέσα ἀπό τήν ἀναζήτηση τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γιατί ψάχνουµε ἕναν τρόπο κι ἕνα δρόµο δικαίωσής μας.
Πηγή : Συνοδοιπορία


Μ’ αὐτήν, λοιπόν, τήν ἔννοια δέν µπορεῖ νά εἰσέλθει ὁ ἄνθρωπος στήν ὁδό τοῦ Χριστοῦ. Ὀφείλουµε πάνω ἀπό ὅλα νά ξεκαθαρίσουµε στόν ἑαυτό μας ἄν εἴµαστε ἕτοιµοι, ἔστω ἀρχικά, νά ἀρνηθοῦµε κάποια δικαιώµατα πού φαντάζουν σηµαντικά γιά μᾶς, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά ρωτήσουµε βαθύτερα τόν ἑαυτό μας ποιό εἶναι τό κέντρο. Ἡ ζωή μας ἤ ὁ Χριστός; Ἀπό ἐκεῖ θά µπορέσει νά ξεκαθαρίσει ἡ ὑπόθεση.
Διότι µπορεῖ νά βαδίζουµε φαινοµενικά σέ μιά πνευµατική ζωή, νά εἴµαστε αὐστηροί τηρητές τῶν ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, ἀλλά ἡ βάση τῆς προσπάθειάς μας, τοῦ ἀγώνα μας, νά εἶναι ὁ ἑαυτός μας. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού συνηθίζουµε νά φανταζόµαστε τό Θεό σάν ἕνα μάγο, πού διά µιᾶς θά ἀλλάξει τή ζωή μας καί θά μᾶς λυθοῦν ὅλα τά προβλήµατα.
Ἀποδεχόµαστε τά συµπτώµατα τῶν ἁµαρτιῶν μας, καί κυριότερα αὐτό τῆς φιλαυτίας μας, πού ἔχει χρονίσει μέσα μας κι ἔχει γίνει σύμφυτη κατάσταση, ἀλλά καί ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, ὅπως ἕνα ψυχοπλάκωµα, μιά αἴσθηση κατάθλιψης, μιά µελαγχολία ἤ ἔστω μιά δυσκολία μέ τόν ἑαυτό μας. Ὡστόσο, γκρινιάζουµε στό Θεό πώς δέν ἀπαντάει στά αἰτήµατά μας κι ἀναρωτιόµαστε ποῦ εἶναι ἡ παντοδυναµία Του, ἐφόσον δέν µπορεῖ νά ἀνατρέψει τό ἐσωτερικό σκηνικό καί τό σκοτάδι νά τό κάνει φῶς διά µιᾶς.
Αὐτό ὅµως δείχνει ξεκάθαρα ὅτι ὡς στόχευση τῆς ζωῆς μας δέν ἐπιλέξαµε νά εἶναι ἡ ἀναζήτηση ἀλλά ἡ βόλεψη. Ὄχι ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ δικαίωση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἡ προσευχή μας πολλές φορές εἶναι μιά χειριστική προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐξυπηρετήσουµε τόν ἑαυτό μας.
Μ’ αὐτήν, λοιπόν, τήν ἔννοια, εἶναι δυσνόητη ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ σήµερα ἔναντι τοῦ παραλύτου, ὅταν τόν ρωτάει ἄν θέλει νά γίνει καλά. Τί ἄλλο θά ἤθελε νά γίνει ὁ παραλυτικός, ἄν ὄχι καλά, ἀφοῦ καθόταν ἀνήµπορος ἐκεῖ κοντά στήν κολυµβήθρα;
Τό ἐρώτηµα τό θέτει ὁ Χριστός γιά νά πάει παραπέρα. Διότι ἡ θεραπεία, τό θαῦµα, δέν εἶναι μιά κίνηση χωρίς τή συµµετοχή τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς τήν ἐπίγνωση τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς τήν συγκατάθεση τῆς ἐλευθερίας του, χωρίς τή δυνατότητα ἀποκατάστασης τοῦ “προσώπου” καί τοῦ λόγου ὕπαρξής του. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά μέ τόν “κόσµο”.
Ὁ “κόσµος” θέλει νά σοῦ κάνει εὔκολη τή ζωή χωρίς τήν ἐπίγνωση τοῦ λόγου τῆς ὕπαρξής σου, χωρίς τήν ἀλλαγή τῆς στάσης ζωῆς σου. Ἔτσι, σοῦ ἀλλάζει τά πράγµατα καί σοῦ κάνει τή ζωή ἁπλῶς εὔκολη.
Ὅµως γιά τόν Κύριό μας ὑπάρχουν προϋποθέσεις, γιατί ἡ βάση τῆς ζωῆς, ἡ γέννα τῆς ζωῆς πηγάζει ἀπό τό Σταυρό, πηγάζει ἀπό τή θυσία. Εἶναι διαδικασία ἀγάπης δηλαδή. Κι ὁ Κύριός μας ρωτᾶ γιά νά δεῖ ποιό εἶναι τό πρόβληµα. Διότι πολλές φορές ἡ σωµατική ἀσθένεια, ὄντας ὁ ἄνθρωπος μιά ὁλική κι ἀδιάσπαστη ἑνότητα, συνδέεται καί μέ πνευµατικές καταστάσεις καί μέ ψυχικά νοσήµατα. Οἱ αἰτίες µπορεῖ νά εἶναι πολλές.
Ἔτσι, λοιπόν, ρωτᾶ ὁ Κύριος, γιά νά τοῦ πεῖ ὁ ἴδιος ὁ παραλυτικός ὅτι «θέλω νά γίνω καλά, ἀλλά δέν ἔχω ἄνθρωπο. Εἶµαι τριάντα ὀκτώ χρόνια ἐδῶ καί δέν ἔχω ἄνθρωπο». Γιά νά καταλήξει ἔτσι στήν αἰτία τοῦ προβλήµατος.
Δέν µπορεῖ νά θεραπευτεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν βρεθεῖ ὁ λόγος, ἡ αἰτία. Ἀλλά καί δέν µπορεῖ νά ἔχει ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό, ἄν ἐξαντλεῖται ἡ σχέση του στίς τυπικές ἐκκλησιαστικές διατάξεις καί δέν ἔχει βρεῖ τόν ἐσωτερικό του λόγο, τόν λόγο τῆς ὕπαρξής του. Ἄν δέν ἔχει βρεῖ τήν αἰτία καί τήν ἀφορµή γιά νά προσεγγίσει τόν Θεό ἤ ἔστω γιά νά ἀποδείξει στόν ἑαυτό του ὅτι ἀξίζει νά ζεῖ, ὅτι ἀξίζει νά χαίρεται, ὅτι ἀξίζει νά ἐλπίζει.
Ὁ Χριστός βρίσκει τήν αἰτία τῆς ἀσθενείας τοῦ παραλυτικοῦ καί ἡ αἰτία εἶναι ὅτι εἶναι µόνος. Ἡ µοναξιά, λοιπόν, εἶναι ἀπό τά βασικά συµπτώµατα τῆς ἁµαρτίας.
Μά, θά πεῖ κάποιος, αὐτόν τόν ἄφησαν µόνο του καί φταίει αὐτός; Ἔχουµε συνηθίσει νά θεωροῦµε ἁµαρτία µόνο τήν ἐγκατάλειψη τῶν ἀνθρώπων καί ὅτι τήν ἁµαρτία τήν φέρουν αὐτοί πού ἐγκαταλείπουν. Ἀλλά κι αὐτός πού ἐγκαταλείπεται εἶναι πολλές φορές ἡ αἰτία, μέ τή δυστροπία τοῦ χαρακτήρα του, μέ τήν ἰδιορρυθµία του.
Ἁµαρτία εἶναι νά θέλουµε νά ἀσχολοῦνται οἱ ἄνθρωποι ὅλοι μαζί μας καί νά μᾶς καθιστοῦν κέντρο τῆς ὕπαρξής τους. Διότι αὐτό τί κάνει; Ἀποκρούει τούς ἀνθρώπους, ἀποµακρύνει τούς ἀνθρώπους. Ὅµως, ὅταν πλησιάζεις ἕναν ταπεινό ἄνθρωπο, ὅσο πονεµένος κι ἄν εἶναι, χαίρεσαι, ἀπολαµβάνεις νά εἶσαι κοντά του καί δέν θέλεις νά ξεκολλήσεις. Ἐνῶ, ἄν βρεῖς ἕναν ἐπηρµένο ἄνθρωπο, ἕναν γκρινιάρη ἄνθρωπο, πού συνεχῶς προβάλλει τή δυστυχία του, στό τέλος θέλεις νά φύγεις χιλιόµετρα μακριά του. Γιατί σοῦ βγαίνει αὐτή ἡ διάθεση; Διότι ἡ δική του διάθεση εἶναι ἀντικοινωνική. Θέλει νά προσεγγίζει τούς ἄλλους μέ τό δικό του μέτρο, μέ τούς δικούς του ὅρους, σύμφωνα μέ τούς ὁποίους θέλει νά δικαιώνεται. Ἄρα τό πρόβληµά μας εἶναι ἡ δικαίωση τῆς ζωῆς μας.
Ἔτσι λοιπόν ἡ ἁµαρτία τοῦ παραλύτου ἦταν ἡ µοναξιά του· ὅτι δέν µποροῦσε νά ἑλκύσει ἀνθρώπους κοντά του. Δέν εἶχε ἐκείνη τήν ποιότητα ζωῆς, ὥστε νά χαίρονται οἱ ἄνθρωποι νά εἶναι κοντά του.
Δεῖγµα πνευµατικῆς καταστάσεως ἐν Χριστῷ εἶναι ὅταν χαιρόµαστε νά προσεγγίζουµε κάποιους ἀνθρώπους. Ὅπως τόν ταπεινό, πού ὅλοι χαίρονται νά εἶναι μαζί του. Μ’ αὐτήν λοιπόν τήν ἔννοια ἡ µοναξιά εἶναι σύµπτωµα ἁµαρτίας.
Πολλές φορές μέσα στή µιζέρια μας καί στόν ἐγωισµό μας καί προκειµένου νά αἰσθανόµαστε δικαιωµένοι, τό “παίζουµε” κακοµοίρηδες, γιά νά φαινόµαστε καηµένοι, γιά νά φαινόµαστε πώς εἴµαστε οἱ ἀδικηµένοι ὅλου τοῦ κόσµου. Καί µ’ αὐτόν τόν τρόπο νά αἰσθανόµαστε συναισθηµατική ἐξασφάλιση καί συναισθηµατική δικαίωση. Καί προκαλοῦµε ἀνθρώπους νά μᾶς ἀδικοῦν, γιατί δέν κατορθώσαµε κάπως ἀλλιῶς νά κυριαρχήσουµε κι ἔτσι νά χαιρόµαστε. Εἴµαστε οἱ ἀδικηµένοι, ἄρα οἱ δικαιωµένοι. Αὐτή εἶναι ἄρρωστη προσέγγιση.
Λέµε ἐπίσης: «Μ᾽ αὐτόν µπορῶ, μέ τόν ἄλλον δέν µπορῶ». Τί σηµαίνει «μέ τόν ἕναν µπορῶ καί μέ τόν ἄλλον δέν µπορῶ;». Μπορεῖ νά εἶσαι διαφορετικός; Πολύ ὡραῖα. Ἄν σέ ἔβαζε ὁ Θεός στόν παράδεισο μαζί του, θά µποροῦσες; Ὁ παράδεισος θά σοῦ γινόταν κόλαση; Αὐτό εἶναι πρόβληµα.
Ὁ σεσωσµένος ἄνθρωπος, δηλαδή αὐτός πού χαίρεται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί πανηγυρίζει, δέν χάνει τή χαρά του, δέν προσβάλλεται ἡ χαρά του ἀπό τήν παρουσία τῶν ἄλλων. Μόνο στούς κολασµένους συµβαίνει αὐτή ἡ ἀπομόνωση. Ἄν λές «δέν τόν µπορῶ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, μοῦ εἶναι δυσάρεστη ἡ παρουσία του, δέν τόν ἀντέχω, γιατί βγάζει ἀρνητική ἐνέργεια», ἐσύ εἶσαι ὁ κολασµένος. Διότι ὁ παράδεισός σου εἶναι ψευδής, εἶναι ψυχολογικός, καί προσβάλλεται ἀπό τίς διαθέσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Αὐτό σηµαίνει ὅτι θά εἶµαι δοῦλος τῶν ἄλλων; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἄρχοντας θά εἶσαι. Ἀξιοπρεπής θά εἶσαι. Αὐτό πού εἶσαι, θά εἶσαι. Δέν θά ἀλλάξει ἡ ζωή σου, γιατί ὁ ἄλλος ἔτσι τό θέλει, ἀλλά δέν θά ἀλλάξει καί ἡ χαρά σου, γιατί ὁ ἄλλος σοῦ φέρεται διαφορετικά ἀπό αὐτό πού θά ἤθελες.
Αὐτό εἶναι τό μέτρο τῆς διακρίσεως. Ὀφείλουµε νά ἔχουµε τήν ἀλήθεια μας, τήν αὐθεντικότητά μας, χωρίς νά προσβάλλουµε καί τήν παρουσία τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου. Θά βροῦµε ἕναν ἄλλον τρόπο τῆς προσέγγισής του, κατά τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη, ὄχι γιά νά τοῦ κάνουµε κήρυγµα, ὄχι γιά νά φανοῦµε καλύτεροι ἀπ᾽ αὐτόν, ὄχι γιά νά τοῦ κάνουµε χατίρια, ἀλλά γιατί ἔτσι ζεῖ ἡ καρδιά μας. Ἤ ὑπάρχει ὁ Χριστός μέσα μας καί εἶναι ἡ ἀπαντοχή καί ἡ ἀποδοχή τοῦ οἱουδήποτε ἀνθρώπου καί τῆς ἀγάπης ἤ εἶναι μιά δική μας κατάσταση, ὅπου προσπαθοῦµε μέ τή µιζέρια μας τήν καθηµερινή κάτι νά κάνουµε καί νά δικαιώσουµε τόν ἑαυτό μας.
Δέν ὑπάρχει πιό ἄρρωστο φρόνηµα ἀπό αὐτό τό «δέν µπορῶ μέ τόν ἄλλον». Καί γιατί εἶναι ἄρρωστο φρόνηµα; Διότι χάνεται ἡ ἑνότητα. Τί σηµαίνει ὅτι ὁ ἄλλος σοῦ χαλάει τή ζωή; Μά χαλασµένος εἶσαι ἐσύ ὁ ἴδιος! Γιατί κάθεσαι καί µιζεριάζεις μέ δύο τρία πραγµατάκια πού συνέβησαν στή ζωή σου καί τά κρατᾶς δέκα χρόνια στό µυαλό σου καί στήν καρδιά σου; Αὐτό εἶναι παράδεισος; Αὐτό εἶναι μιά τεράστια ἀνοησία, καθόσον καί ἀπό τόν Χριστό εἴµαστε ἀνυποψίαστοι, ἀλλά ἔχουµε καί ψυχολογική ἀνισορροπία.
Ὁπότε, αὐτό τό «δέν µπορῶ τόν ἄλλον, μοῦ φέρεται ἔτσι ἤ ἀλλιῶς» εἶναι ἀνθενωτική διάθεση. Ἡ ἱστορία δέν εἶναι τό «δέν τόν µπορῶ». Ἡ ἱστορία εἶναι ὅτι δέν ἔχω τόν Χριστό μέσα μου καί δέν µπορῶ νά λειτουργήσω. Εἶναι ὁ ἄλλος αὐτό πού εἶναι. Πολύ ὡραῖα. Δέν θά ἀλλάξω ἐγώ; Θά εἶµαι αὐτός πού εἶµαι; Θά ἀποδεχθῶ τή διαφορετικότητα τοῦ ἄλλου; Ἀλλά δέν θά προσβληθεῖ ἡ χαρά μου, γιατί ὁ ἄλλος δέν μοῦ φέρεται ὅπως ἐγώ θά ἤθελα; Ἡ µειονεξία μου εἶναι αὐτή πού μέ ὁδηγεῖ σέ αὐτές τίς σκέψεις.
Πῶς εἶναι λοιπόν δυνατόν μέ τή µειονεξία μου, μέ τήν ἔλλειψη τῆς χαρᾶς μέσα μου, μέ τήν ἔλλειψη ἀγάπης, μέ τήν ἀδυναµία, νά κοινωνήσω τοῦ ἄλλου; Πῶς εἶναι δυνατόν νά γίνει θαῦµα μέσα μου; Στόν παράλυτο, γιά νά τοῦ θεραπεύσει τήν παραλυσία ὁ Κύριος, τοῦ ἔδειξε τό πρόβληµα, τήν πραγµατική αἰτία, πού ἦταν ἡ ἐσωτερική του κατάσταση, τό ὅτι δέν ἀποδεχόταν τούς ἄλλους. Σέ μᾶς πῶς µπορεῖ νά γίνει τό θαῦµα μέσα μας καί νά δοῦµε φῶς Θεοῦ, παρότι εἴµαστε ἐγκλωβισµένοι, δεσµευµένοι σ’ αὐτήν τήν ἐσωτερική ἀσθένεια; Μπορεῖ νά γίνει κάτι;
Κάτι πρῶτα θά πρέπει νά ἀλλάξουµε μέσα μας. Νά δουλέψουµε ἐδῶ, μέσα στήν καρδιά μας. Καί ἡ βασική θέση τῆς ἀλλαγῆς πρακτικά εἶναι ὅτι «µπορῶ νά κάνω μέ ὅλους». Δέν µπορῶ μέ ὅλους νά συµφωνήσω. Ἀσφαλῶς. Δέν µποροῦν ὅλοι ἴσως νά γίνουν φίλοι μου, ἀλλά μέ ὅλους µπορῶ νά κάνω. Δέν μοῦ στεροῦν δηλαδή τή χαρά μέ τήν παρουσία τους. Ἄν μοῦ τή στεροῦν, τότε εἶµαι ἤδη κολασµένος καί ἡ δουλειά πρέπει νά γίνει μέσα μου.
Ἀπό τό βιβλίο
«Ἀμαρτωλῶν Ἐκκλησία»
τοῦ π. Βερνάβα Γιάγκου
πού κυκλοφορεῖται
ἀπό τίς ἐκδόσεις
«ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ»
(τηλ.: 210 9310605).