Διαβάστε σήμερα..

"

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Τό σπίτι μέ τά μεγάλα παράθυρα.

 
π. Σταύρου Τρικαλιώτη

b2   Τό παράθυρο ἦταν διαρκῶς κλειστό. Ἐκεῖνος γιά χρόνια τώρα εἶχε ἀπομονωθεῖ στό σπίτι μέ τήν μεγάλη πράσινη πόρτα καί τά μεγάλα παράθυρα πού ἦταν πάντα ἑρμητικά κλειστά. Ἦταν συνταξιοῦχος. Εἶχε μεγάλη ἀκίνητη περιουσία καί ζοῦσε ἄνετα. Τίς ἐξωτερικές ὑποθέσεις τίς ρύθμιζε ἡ οἰκονόμος τοῦ σπιτιοῦ, ἡ Γεωργία. Ἀπό τότε πού πέθανε ἠ σύζυγός του, εἶχε κλειστεῖ στόν ἑαυτό του καί ἄφηνε τή θλίψη καί τόν πόνο νά τοῦ τρώει τά σωθικά.
   Μέ τούς ἀνθρώπους εἶχε γίνει καχύποπτος. Ὅλους τούς ἔβλεπε σάν ἐχθρούς. Ἡ μακροχρόνια ἔλλειψη ἐπικοινωνίας τόν εἶχε κάνει ἀντικοινωνικό καί δύστροπο. Δέν τόν συγκινοῦσε τίποτε πλέον. Οὔτε τά εὐωδιαστά ἄνθη τῆς Ἄνοιξης, οὔτε ἡ φυσική ζωή στό δάσος, οὔτε ἡ χαρά πού προσφέρει ἡ ἐπαφή μέ τή θάλασσα. Ἡ κατάθλιψη εἶχε γίνει μόνιμος σύντροφός του.
πηγή : Ενοριακή ζωή




Π
     Εἶχε συνηθίσει τό σκοτάδι τοῦ σπιτιοῦ καί μέ τόν καιρό ἄρχισε νά τοῦ ἀρέσει, ὅπως συμβαίνει καί μέ τίς νυχτερίδες.
Κι ἄς τόν ὠθοῦσε τό φῶς πού κατοικοῦσε μέσα στίς φλέβες του καί μέσα στήν ὕπαρξή του νά βγεῖ στόν ἔξω κόσμο, νά φωτίσει τό σκοτεινό του πρόσωπο, νά τοῦ δείξει τό φῶς πού ὁδηγεῖ στή ζωή καί στή χαρά. Τή χαρά πού προσφέρει ἡ ἐπαφή μέ τούς ἀνθρώπους.

   Ζοῦσε διαρκῶς ἐγκλωβισμένος κάτω ἀπό ἕνα βαρύ προσωπεῖο, μιά ἠθελημένη μάσκα. Νόμιζε πώς εἶχε βρεῖ τήν εὐτυχία του. Μέσα του ὅμως ζοῦσε τό διαρκές μαρτύριο τοῦ ἐσωτερικοῦ σκότους, τῆς ἐσωτερικῆς παγωνιᾶς. Δέν ἤθελε ν᾽ ἀνοίξει τά μεγάλα παράθυρα νά μπεῖ ὁ ἥλιος, νά μπεῖ ἡ ζωή στό μουχλιασμένο κι ἀραχνιασμένο σπίτι. Κι ἔτσι θλιβερά περνοῦσαν οἱ μέρες, οἱ μῆνες , τά χρόνια. Ἔβλεπε στόν καθρέφτη τό πρόσωπό του καί παρατηροῦσε μέ ἀγωνία τίς ρυτίδες του καί δέν μποροῦσε πλέον νά συγκρατήσει τά δάκρυά του.
   Ξαφνικά γινόταν ἄλλος ἄνθρωπος! Νευρίαζε κι ἄρχιζε νά κλωτσᾶ ὅ,τι εὕρισκε μπροστά του. Τραπεζάκια, καρέκλες , μπιμπελό. Μιά φορά μάλιστα, έξαιτίας τῶν βίαιων χτυπημάτων του, μάτωσαν τά δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ του ποδιοῦ. Ἔπειτα, ἔπεσε ἀποκαμωμένος στή μεγάλη ἀναπαυτική πολυθρόνα τοῦ σαλονιοῦ καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος.
   «Κύριε Πέτρο, τί πάθατε;», φώναξε τρομαγμένη μόλις τόν εἶδε ἡ οἰκονόμος του. Ὅταν ξύπνησε ἀπό τίς ἀγριοφωνάρες τῆς Γεωργίας, προσπάθησε νά τήν καθησυχάσει. Ἔπειτα τήν παρακάλεσε νά τοῦ φτιάξει ἕνα τσάι μέ λίγο λεμόνι, ὅπως συνήθιζε νά τό πίνει. Ἔνιωθε τραγικά γελοῖος μπροστά της. Ἄρχισε σιγά σιγά νά συνειδητοποιεῖ ὅτι φερόταν σάν μικρό παιδί.
   Ἦταν πλέον μεσημέρι. Τότε ἦταν πού πῆρε τή μεγάλη ἀπόφαση. Ἄρχισε ν᾽ ἀνοίγει διάπλατα τά μεγάλα παράθυρα κι ὁ μεσημεριάτικος ἥλιος φώτιζε ὅλο τό σπίτι. Ὅλα ἄρχισαν νά γίνονται ὄμορφα καί πιό λαμπερά. Τά κρύσταλλα στό σκρίνιο ἄστραφταν σάν ἀκριβά διαμάντια. Οἱ πελώριοι καί ἀξιόλογοι πίνακες ζωγραφικῆς, πού κοσμοῦσαν τό σαλόνι, λές καί ζωντάνεψαν. Σέ λίγο ἦρθε καί ἡ Γεωργία μέ τό τσάι, τραγουδώντας χαρούμενη ἕνα παλιό τραγούδι.
Ὁ Πέτρος ὅταν τήν εἶδε, τῆς χαμογέλασε γιά πρώτη φορά ἀπό τότε πού τήν εἶχε προσλάβει, ἐδῶ καί ὀκτώ χρόνια. Πῆγε κοντά στό μεγάλο ἀνοικτό παράθυρο μέ τίς διπλές βελούδινες καί ἄσπρες κουρτίνες καί ρουφοῦσε ἀχόρταγα ὅσο ἀέρα χοροῦσαν τά πνευμόνια του.
   Ἡ ἀρχή εἶχε γίνει. Οἱ μάσκες τῆς θλίψης καί τῆς ὑποκρισίας κατέρρεαν. Τοῦ ἐρχόταν νά κλάψει ἀπό εὐτυχία, νά βγεῖ στούς δρόμους, νά περπατήσει χαρούμενος, νά συνομιλήσει μέ τίς ὧρες μέ τούς συνανθρώπους του. Νά ξανακερδίσει τόν χαμένο χρόνο.
   Ξαφνικά θυμήθηκε τόν γιό του πού εἶχε νά τόν δεῖ ἀπό τή μέρα τῆς κηδείας τῆς συζύγου του. Κάτι βαριές κουβέντες πού εἶχαν ἀνταλλάξει γιά τά κληρονομικά, κάποια δυσκολία πού ὑπῆρχε ἀπό παλιά στή μεταξύ τους ἐπικοινωνία καί νά πού εἶχαν φτάσει στό σημεῖο νά μήν μιλιοῦνται καθόλου πατέρας καί γιός γιά τόσα χρόνια. Ὅμως ὁ Πέτρος, χωρίς νά κάνει δεύτερη σκέψη, ἄρχισε νά παίρνει στό κινητό τόν μοναχογιό του. Φοβόταν ὅτι μπορεῖ καί νά τοῦ τό κλείσει ἤ νά μήν ἀπαντήσει καθόλου, ἄν ἔβλεπε τόν ἀριθμό του στήν ἀναγνώριση κλήσης. Τά ρισκάρισε ὅλα γιά ὅλα. Ἀλλά ὁ μοναχογιός του ὁ Νίκος ἀπάντησε στό τρίτο χτύπημα τοῦ τηλεφώνου. «Ἔλα, πατέρα», τοῦ ἀποκρίθηκε ἀπρόσμενα μέ μιά ζεστή καί συνάμα τρυφερή φωνή. «Τί κάνεις; Ἔχω ἀνησυχήσει γιά σένα, γιά τήν ὑγεία σου, εἶσαι καλά;» Αὐτό ἦταν! Ὁ πάγος ἔσπασε. Συμφώνησαν νά ἔρθει ὁ Νίκος τήν ἄλλη μέρα γιά φαγητό στό πατρικό του σπίτι κι ἔκλεισαν τό τηλεφώνημα μέ ἕναν ἐγκάρδιο χαιρετισμό.
   Τό πρωί ὁ Πέτρος ἄνοιξε τά παράθυρα νά ἀεριστεῖ τό σπίτι καί νά μπεῖ ὁ ἥλιος. Ἄναψε τό θυμιατό καί λιβάνισε ὅλο τό σπίτι, ὅπως συνήθιζε ἡ μακαρίτισσα ἡ γυναίκα του. Ἡ Γεωργία εἶχε πάει πρωί πρωί στήν ἀγορά νά κάνει τίς προμήθειες γιά τό μεσημεριανό τραπέζι. Πῆγε στό εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ. Ἄναψε τό καντηλάκι καί γονάτισε νά προσευχηθεῖ, ἐνῶ δάκρυα εὐγνωμοσύνης ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του. Ὅλα εἶχαν ἀλλάξει στή ζωή του. Καινούργια ζωή, σκέφτηκε.
   Σέ λίγο ἀκούστηκαν τά βήματα τῆς Γεωργίας. Σκούπισε στά γρήγορα τά μάτια του κι ἔτρεξε νά τήν βοηθήσει νά ξεφορτώσει τά ψώνια. «Δέν ἔχουμε πολύ χρόνο ὥς τό μεσημέρι» εἶπε στή Γεωργία κι ἐκείνη χαρούμενη ἄρχισε νά τραγουδᾶ ἕνα παλιό τραγούδι πού τό ἀνέσυρε στή μνήμη της. Ὁ Πέτρος βοηθοῦσε στήν προετοιμασία τοῦ γεύματος καί ἄρχισε νά σιγοψιθυρίζει κι ἐκεῖνος, χωρίς νά τό καταλάβει, τό παλιό τραγούδι τῆς Γεωργίας...
Recommended Post Slide Out For Blogger