Διαβάστε σήμερα..

"

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Θέματα Οικογένειας (Στάρετς Ανατόλιος της Όπτινα)

anat 1
1. Στην διακονία του σαν πνευματικός ο όσιος Ανατόλιος έδινε όλως ιδιαίτερη προσοχή στα θέματα της οικογένειας. Και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοηθεί τους εξομολογούμενους να λύνουν τα περίπλοκα ζητήματα της οικογενειακής τους ζωής, ώστε να μην καταντούν στην διάλυση της «κατ’ οίκον εκκλησίας».
2. Πολλές φορές κατέφευγε στον π. Ανατόλιο μια έγγαμη γυναίκα η Όλγα Πετρόβνα Μ. Αγαπούσε πολύ τον Κύριο. Είχε όμως και ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, που την πίκραινε: ο σύζυγός της ήταν λουθηρανός. Και όλες της οι προσπάθειες να τον προσελκύσει στην Ορθόδοξη Πίστη απέβησαν άκαρπες. Και όχι μόνο! Έξ αιτίας τους διεταράχθη η ειρηνική και αγαπητική μεταξύ τους σχέση! Έτσι η Όλγα κατέφυγε στον π. Ανατόλιο. Ο γέροντας της είπε αυστηρά να μην ξανατολμήσει να κάνει τον δάσκαλο στον άνδρα της· και να πάψει να θέλει να τον πείσει· και πρώτη της επιδίωξη να έχει την διατήρηση της ειρήνης στο σπίτι· και να μην χάνει την ελπίδα.
Μετά από αυτά, ο σύζυγός της, μόνος του ζήτησε να γίνει ορθόδοξος, γιατί δεν ήθελε να αποχωρίζεται από την γυναίκα του, ούτε εδώ πρόσκαιρα στην λατρεία, ούτε για πάντα στην αιώνια ζωή. Πέθανε ορθόδοξος. Και η Όλγα, αφού τον ενταφίασε στην Όπτινα, η ίδια έγινε μοναχή στο Σαμορντίνο.
3. Μια άλλη περίπτωση, είναι του ιερέα π. Αλεξάνδρου Μπ. από την Σαμάρα. Αυτός, αφού διορίστηκε εφημέριος σε μια εργατική συνοικία, άρχισε να χτίζει νέα εκκλησία. Όλα πήγαιναν καλά. Αλλά η νεαρή παπαδιά-σύζυγός του, επέρασε μεγάλο πειρασμό. Ο ιερέας ερχόταν όλο και λιγώτερο στο σπίτι· και όλο και πιο κουρασμένος. Μερικές φορές δεν προλάβαινε, ούτε να βάλει κάτι στο στόμα του· και έφευγε πάλι. Και, όταν ήλθαν και τα πρώτα παιδάκια, η παπαδιά ήταν υποχρεωμένη να βαστάζει μόνη της όλα τα βάρη. Άρχισε λοιπόν να παραπονιέται∙ να γκρινιάζει· να γογγύζει. Ο παπάς δικαιολογιόταν:
— Και τι θέλεις να κάμω; Να αφήσω την εκκλησία στην μέση;
Και η γκρίνια όλα και φούντωνε. Τελικά, μια ημέρα η παπαδιά του το ξεφούρνισε:
— Αν δεν αλλάξεις τρόπο ζωής, εγώ θα φύγω. Θα πάω στον πατέρα μου!..
Στην κατάσταση αυτή ο ιερέας π. Αλέξανδρος απευθύνθηκε στον π. Ανατόλιο με το ερώτημα:
— Τι να κάμω; Τι να προτιμήσω; Την εκκλησία; ή την γυναίκα μου;
Ο στάρετς, όσο εκείνος μιλούσε, τον άκουγε σιωπηλός· και με τα μάτια κάτω· καρφωμένα στο πάτωμα. Στο τέλος κούνησε με θλίψη και πίκρα το κεφάλι του και είπε:
— Ω, Θεέ μου. Τι πρόβλημα! Τι συμφορά! Και στην συνέχεια, χωρίς καθόλου να διστάζει,
χωρίς καμμιά εσωτερική ταλάντευση, ούτε την παραμικρή, του είπε:
— Την παπαδιά σου να ακούσεις. Διαφορετικά, ω Θεέ μου, τι κακό, τι κακό που θα σε εύρει!.. Είναι βέβαια μεγάλο και άγιο έργο να κτίσει κανείς εκκλησία. Αλλά και η ειρήνη στο σπίτι, είναι έξ ίσου άγιο θέλημα του Θεού. Να αγαπάς την γυναίκα σου, όσο αγαπάς τον ίδιο τον εαυτό σου (Έφεσ. 5, 25-33). Λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Το μυστήριο τούτο, ο γάμος, μέγα εστί· εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν»! Τι πιο μεγάλο! Να την φτιάξεις και την εκκλησία. Κύττα όμως και το σπίτι σου. Διαφορετικά, να το καταλάβεις, το χτίσιμο της εκκλησίας, δεν θα είναι έργο ευάρεστο στο Θεό. Ο παμπόνηρος εχθρός μας, με πρόφαση το καλό έργο, προσπαθεί να σου κάμει μεγάλο κακό. Πρόσεξε τις παγίδες του. Φυλάξου από τις παγίδες του. Να πηγαίνεις στην ώρα σου για φαγητό. Και να μπής σε πρόγραμμα.
Σκέφθηκε λίγο και πρόσθεσε:
— Άχ, τι ωραίο, τι μεγάλο έργο να κτίσει κανείς εκκλησία! Μα τι κακό να γεμίζει η καρδιά του ματαιοδοξία και κενοδοξία!.. Και δυστυχώς έρχεται! Ναι, έρχεται. Και μπαίνει μέσα σου, χωρίς να το καταλάβεις!.. Και θέλεις να τελειώσεις, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, για να κερδίσεις έτσι τον έπαινο των ανθρώπων!.. Και μετά – Βάλε και μια πλάκα με αναμνηστική επιγραφή… Και γράψε…
Μετά από την παρέμβαση αυτή του γέροντα Ανατόλιου, όλα διορθώθηκαν.
4. Μια νεαρή κοπέλλα είχε δώσει τον λόγο της (= όρκο) στον αρραβωνιαστικό της, που ήταν στο μέτωπο. Του είχε υποσχεθή, ότι, ό,τι δήποτε και αν ήταν να της συμβή, θα επήγαινε εκεί που εκείνος θα τύχαινε να ευρίσκεται να τον ιδεί: ακόμη και αντίθετα στην γνώμη της μάνας της. Και πράγματι η μάνα της τα στήλωσε. Και για να λύσουν την διαφορά τους κατέληξαν στην Όπτινα, στον π. Ανατόλιο. Ήταν το φθινόπωρο του 1915. Και γράφει η κοπέλλα:
«Εφρόντισα και επήγα εγώ στο κελλί του γέροντα κρυφά μόνη μου, χωρίς την μητέρα.      
Έκανα την σκέψη: Θα του τα ειπώ όλα, όπως εγώ θέλω και θα μου δώσει, την ευχή του, να πάω. Και όταν πια αυτός θα έχει δεσμευθή, (τι θα κάμει;), θα συμφωνήσει και η μητέρα μου!.. Και θα με αφήσει!..
Και να βλέπω και ανοίγει μία πόρτα. Και μπαίνει ένα μικρόσωμο γεροντάκι-καλόγερος φορώντας μόνο το ζωστικό του -εσώρασό του∙ και μια πλατειά δερμάτινη ζώνη. Και απευθύνεται σε μένα. Και μου λέγει:
— Ά, σύ είσαι. Έλα μαζί μου!..
Κυττάζω. Και βλέπω ενα ασυνήθιστα τρυφερό χαμόγελο, που δεν περιγράφεται με τίποτε. Μόνο αν το ιδείς, καταλαβαίνεις. Επήγα μαζί του στο κελλί του. Έκλεισε πίσω του την πόρτα. Μου έρριξε μια ματιά. Και εγώ το κατάλαβα στην στιγμή, ότι θα ήταν ανόητο να θελήσει κανείς να του κρύψει κάτι. Αισθάνθηκα έτοιμη να λιποθυμήσω. Τον κυττάζω και σιωπώ. Και εκείνος; Με ένα χαμόγελο όλο τρυφερότητα, μου λέει:
— Ώστε έτσι, κορίτσι μου. Δεν θέλεις να την ακούσεις την μάνα σου!..
Εγώ μένω σιωπηλή. Και εκείνος συνεχίζει:
— Άκουσε, τι θα σου ειπώ. Η μητέρα σου σε ξέρει πιο καλά. Στο μέτωπο δεν έχεις θέση!.. Και τώρα, είπε μου: Θέλεις να παντρευτείς;
Εγώ σιωπώ.
— Τώρα τον αγαπάς για τα νειάτα του και την ομορφιά του. Να τον παντρευτής! Αλλά, όταν θα το αισθανθής μέσα σου, ότι χωρίς αυτόν δεν θέλεις να ζής!.· Έχω ύπ’ όψη μου μια περίπτωση. Ο νεαρός ήταν στο μέτωπο. Και εκεί σκοτώθηκε. Και η κοπέλλα μόλις το έμαθε, πέθανε. Άμα και σύ, έτσι το έχεις μέσα σου, πήγαινε!..
Στο σημείο αυτό ο π. Ανατόλιος επήρε μια καρέκλα, ανέβη επάνω της, έπιασε μια ξύλινη εικόνα της Παναγίας του Καζάν σε σχήμα τετράγωνο με διαστάσεις ένα τέταρτο του πήχυ μήκος και πλάτος. Με έβαλε και γονάτισα μπροστά του, με ευλόγησε και μου είπε:
— Όταν θα πάς στην Πετρούπολη, μη σε πιάσει αγωνία, τι θα κάμεις. Θα βρεις αμέσως δουλειά!».
Και πράγματι. Μετά λίγες ημέρες, μόλις ξαναγύρισε στην Πετρούπολη, της πρότειναν να εργασθή σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο. Εκεί γνωρίστηκε με ένα άλλο αγόρι. Και σε λίγο βρέθηκε παντρεμένη…
5. Σε μια άλλη περίπτωση, ένα νεαρό παλληκαράκι τον παρακαλούσε μαζί με την κοπέλλα του, να τους δώσει την ευχή του να προχωρήσουν σε γάμο. Τους λέγει:
— Δεν είναι θέλημα Θεού…
Πέρασε λίγος καιρός. Και νάσου τα ίδια παιδιά πάλι μπροστά του με το ίδιο αίτημα. Απαντάει πάλι:
— Δεν είναι θέλημα Θεού. Ζητήστε για το κορίτσι άλλο αγόρι!..
Έφυγαν πικραμένοι. Και μετά λίγο καιρό ξαναπήγαν για τρίτη φορά. Έπεσαν στα γόνατά του παρακαλώντας τον να τους δώσει ευλογία. Τους λέει:
— Αφού επιμένετε τόσο, καλά. Στεφανωθήτε!.. Να σας δώσω και ένα δωράκι.
Και τους έδωκε μια πετσέτα που είχε στην μία άκρη κεντήματα όμορφα πολύχρωμα· και στην άλλη κεντήματα με μαύρη κλωστή.
Παντρεύτηκαν. Ήλθαν και παιδιά. Και εντελώς απρόσμενα ήλθε η πίκρα και ο πόνος.
Εκδηλώθηκε φυματίωση· και σε ελάχιστο χρόνο έσβησε η ζωή του νεαρού παιδιού. Και έμεινε η κοπέλλα χήρα με ορφανά, να ταλαιπωριέται σε όλη της την ζωή.
6. Κάποτε επήγε στον γέροντα ένας χωρικός αμαξάς, που είχε μείνει χωρίς κεραμίδι, με πενήντα μόνο ρούβλια στην τσέπη του. Ήταν σε μια οριακή κατάσταση απελπισίας. Και του είπε:
— Κουδούνισε το κεφάλι μου από την αίσθηση της κατάστασής μου. Και σκεπτόμενος με τον χωριάτικο τρόπο, είπα να τα πιώ όλα, να αφήσω την γριά με τα παιδιά στο χωριό και να πάω στην Μόσχα για δουλειά. Μα το πρωί μου ήρθε μια καλύτερη σκέψη, που μου έλεγε:  Σύρε καλύτερα στον π. Ανατόλιο!
Ο άμαξας άκουσε στον λογισμό που του έβαλε άνωθεν ο Θεός· και επήγε. Και εκεί ενώπιον όλων των προσκυνητών διηγήθηκε στον γέροντα φωναχτά το πρόβλημά του. Εκείνος ευλογούσε. Και ο χωριάτης φώναζε:
- Χάνομαι, γέροντα, χάνομαι. Χάθηκα. Καλλίτερα να πέθαινα!..
- Τι σου συμβαίνει; Γιατί φωνάζεις;
- Μα σου το είπα. Και σου το ξαναλέω. Για το σπίτι μου φωνάζω.
Ο στάρετς του έκαμε μετάνοια και του φώναξε:
- Και σύ το ξέρεις. Αν θέλεις από εμένα βοήθεια, πρέπει να μου τα ειπείς όλα∙ με τη σειρά του το καθένα. (Στάθηκε για λίγο και πρόσθεσε). Και μην ολιγοπιστείς! Σε τρεις μήνες θα είσαι σε δικό σου σπίτι.
Τον ευυλόγησε για μια ακόμη φορά. Και εκείνος έφυγε τρελλός από χαρά. Είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Είχε ξαναζωντανέψει.
Τα λόγια του γέροντα σταμάτησαν τον χωριάτη από τον ολέθριο δρόμο, που ήθελε να πάρει. Τον έκαμαν και στερεώθηκε στην υπομονή. Και έγιναν όλα, όπως του τα είπε ο π. Ανατόλιος. Την ίδια ημέρα κάποιος του πρότεινε να αγοράσει ξύλα πελεκούδια στο ένα τέταρτο της τιμής τους. Τα αγόρασε. Και η οικογένεια του σώθηκε.
Και μετά ο χωριάτης έλεγε:
— Από τότε, ό,τι και αν μου συμβαίνει, εγώ πάω και απευθύνομαι στον σεβάσμιο αυτό γέροντα. Και είναι για μένα σε όλα μου τα προβλήματα σαν άγγελος-φύλακας. Και ό,τι λέει, αμέσως γίνεται.
Recommended Post Slide Out For Blogger